- φιλοβασίλειος
- φῐλο-βᾰσίλειος [pron. full] [σῐ], ον,A loving monarchy, Plu.Aem.24.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
φιλοβασίλειος — ον, Α αυτός που συμπαθεί το βασιλικό πολίτευμα, φιλοβασιλικός. [ΕΤΥΜΟΛ. < φιλ(ο) * + βασίλειος (< βασιλεύς)] … Dictionary of Greek